- ὑάλου
- ὕαλοςsome kind of crystalline stonemasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑαλοῦ — ὑάλεος of glass masc/neut gen sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
εξυάλωση — η η μετατροπή κάποιας ουσίας σε σώμα το οποίο παρουσιάζει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τής υάλου και ιδιαίτερα τη διαφάνειά της. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + υάλωσις (< ύαλος). Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Entglasung). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
κλιβανωτός — κλιβανωτός, ή όν (AM, A και κριβανωτός, ή, όν) [κλίβανος] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κλιβανωτόν έδαφος στρωμένο με τεμάχια κεράμου ή υάλου αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. κριβανωτός (ενν. ἄρτος) άρτος ψημένος σε κλίβανο, ο κλιβανίτης 2. φρ. «κριβανωτὰ ζῷα»… … Dictionary of Greek
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
παλαγκονίτης — ο άμορφο προϊόν εξαλλοίωσης τής βασαλτικής υάλου από το θαλάσσιο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Palagonit < Palagonia + κατάλ. it] … Dictionary of Greek
σμαλτίτης — Ορυκτό, αρσενικούχο κοβάλτιο με χημικό τύπο COAs2. Κρυσταλλώνεται κατά το κυβικό σύστημα και χρησιμοποιείται για το χρωματισμό της πορσελάνης, του γυαλιού και των σμάλτων. Δείγμα σμαλτίτη. * * * ο, Ν (ορυκτ.) αρσενικούχο ορυκτό τού κοβαλτίου το… … Dictionary of Greek